- δεντροστοιχία
- ησειρά δέντρων κατά μήκος των δρόμων, μέσα σε κήπο ή γύρω από πλατεία για λόγους καλλωπιστικούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δεντροστοιχία — και δενδροστοιχία, η απλή ή διπλή σειρά δέντρων κατά μήκος δρόμου, γύρω από πλατεία κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. allee). Η λ. δενδροστοιχία μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροστοιχία — η βλ. δεντροστοιχία … Dictionary of Greek
λαγκεστρέμια — Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας lythracea, ιθαγενές της Κίνας. Η επιστημονική του ονομασία είναι λ. η ινδική (Lagestroemia indica). Είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο ύψους 2 5 μ., με καστανωπό, λείο φλοιό και αντίθετα, επιφυή, ακέραια,… … Dictionary of Greek
Περό, Κλοντ — (Perrault, Παρίσι 1613 – 1688). Γάλλος αρχιτέκτονας. Φημισμένος γιατρός και φυσιοδίφης, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, ωθούμενος από τον αδελφό του Σαρλ, που από το 1644 ήταν γενικός επιθεωρητής των Βασιλικών Κτιρίων. Η γνώση της δραστηριότητάς … Dictionary of Greek
αλέα — η (λ. γαλλ.), δεντροστοιχία: Στο δρόμο αυτό υπήρχε άλλοτε αλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεντροσειρά — η η δεντροστοιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φραχτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος για περίφραξη ή απόφραξη: Φραχτική δεντροστοιχία. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., φραχτικά τα έξοδα για την περίφραξη (χωραφιού, αμπελιού, οικοπέδου κτό.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)